- σφαλμός
- σφαλ-μός, ὁ,A error, failure, Aq.Ps.120(121).3, Is.58.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σφαλμός — ὁ, Α [σφάλλω] σφάλμα, λάθος … Dictionary of Greek
σφαλμόν — σφαλμός error masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαλμώ — άω και έω, Α [σφαλμός] 1. (για ίππο) ρίχνω κάτω 2. (κατά τον Ησύχ.) «σφαλμᾷ σκιρτᾷ σφάλλεται ἄλλοι ἀντὶ τοῡ σφαδάζειν τετάχθαι φασί, ἔνιοι μετὰ ἐπιθυμίας τι πράττειν» … Dictionary of Greek
σφαλμοῦ — σφαλμάω pres imperat mp 2nd sg (attic epic ionic) σφαλμάω imperf ind mp 2nd sg (attic epic ionic) σφαλμέω pres imperat mp 2nd sg (attic) σφαλμέω imperf ind mp 2nd sg (attic) σφαλμός error masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)